λυσιμάχειον

λυσιμάχειον
λυσιμάχειος
of Lysimachus
masc acc sg
λυσιμάχειος
of Lysimachus
neut nom/voc/acc sg
λυσιμάχειος
of Lysimachus
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυσίμαχος — I (Πέλλα 361 – Κύρου πεδίον, Φρυγία Μικράς Ασίας 281 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός, ηγεμόνας (323 305 π.Χ.) και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης (305 281) και της Μακεδονίας (286 281). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία ως σωματοφύλακάς του, όπου… …   Dictionary of Greek

  • λυσιμάχειος — λυσιμάχειος, και λυσιμάχεος α, ον (Α) [Λυσίμαχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ λυσιμάχειος, τὸ λυσιμάχειον είδος βοτάνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”